λαξεύει

λαξεύει
λαξεύω
hew in stone
pres ind mp 2nd sg
λαξεύω
hew in stone
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλύφανο — το (Α γλύφανος, ο) [γλύφω] εργαλείο με το οποίο ο γλύπτης λαξεύει μάρμαρο, ξύλο, μέταλλο κ.λπ. αρχ. είδος μαχαιριού, σουγιάς …   Dictionary of Greek

  • λιθοξόος — ο (AM λιθοξόος) ο τεχνίτης που λαξεύει λίθους και, κυρίως, μάρμαρα αρχ. γλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. κεραο ξόος, λαο ξόος] …   Dictionary of Greek

  • λιθοπελεκητής — ο αυτός που λαξεύει λίθους, λιθοξόος, μαρμαράς …   Dictionary of Greek

  • νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • γλύπτης — ο θηλ. ρια καλλιτέχνης που λαξεύει μορφές ή παραστάσεις επάνω σε σκληρά υλικά: Ο Πραξιτέλης υπήρξε σπουδαίος γλύπτης στην αρχαιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”